εὐρύτης

εὐρύτης
εὐρύτης
width
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Εὐρύτης — Εὐρύτη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτησι — εὐρύτης width fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτησιν — εὐρύτης width fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτητα — εὐρύτης width fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτητας — εὐρύτης width fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτητες — εὐρύτης width fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτητι — εὐρύτης width fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτητος — εὐρύτης width fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • Ιπποδάμας — Ἱπποδάμας, αντος, ὁ (Α) 1. γιος τού Αχελώου και τής Περιμήδης, αδελφός τού Ορέστη και πατέρας τής Ευρύτης 2. ένας από τους γιους τού Πριάμου 3. Αθηναίος στρατηγός που έπεσε μαχόμενος το 459 π.Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δάμας (< δάμνημι), πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”